- συνοδεύοντες
- συνοδεύωtravel in companypres part act masc nom/voc plσυνοδεύωtravel in companypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… … Dictionary of Greek